Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κληίσκω — κληΐσκω (Α) καλώ, ονομάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κληΐζω, σχηματισμένος με θαμιστικό επίθημα ίσκω] … Dictionary of Greek